Με συνέπεια και Ανεξάρτητο λόγο Κινούμαστε Δυναμικά

Για ένα Απαλλαγμένο απο κομματικές εξαρτήσεις ΟΕΕ

Για την Αναβάθμιση της Οικονομικής Επιστήμης

Για Επαγελματική Αξιοπρέπεια

Οι διαμαρτυρόμενοι αγρότες και οι κολίγοι του 2013 του Νίκου Αρχοντή

Εκτός από τους φοιτητές και τους πανεπιστημιακούς, το τελευταίο διάστημα στους δρόμους έχουν βγει –ξανά- και οι αγρότες. Αυτή τη φορά τα φώτα της δημοσιότητας δεν πέφτουν επάνω τους. Κάτι η επικαιρότητα, κάτι το σύνηθες των διαμαρτυριών τους όλα τα προηγούμενα χρόνια, κάτι –παραπάνω- το αγροτοσυνδικαλιστικό «καπέλωμα» και οι φωνές αυτών των διαμαρτυριών ακούγονται πιο πνιγμένες από ότι τα προηγούμενα χρόνια. Κι όμως αυτή φορά έχουν μία ιδιαίτερη σημασία.

Στα τέλη της δεκαετίας του ’90 μία από τις μεγαλύτερες εφημερίδες της Ιρλανδίας είχε φιλοξενήσει μία ενδιαφέρουσα δημοσκόπηση, καλώντας τους αναγνώστες της να ψηφίσουν τον πιο ...απίθανο τίτλο πρωτοσέλιδου. Να διαλέξουν δηλαδή την πιο απίστευτη είδηση που θα μπορούσαν να διαβάσουν στην εφημερίδα. Η δεύτερη επιλογή στην ψηφοφορία ήταν ο τίτλος: «Χαρούμενοι οι αγρότες». Η πρώτη; «Εξωγήινοι προσγειώθηκαν στο Δουβλίνο»!

Η αλήθεια είναι ότι παγκοσμίως ο αγροτικός πληθυσμός συγκαταλέγεται –μετά την εποχή του Σπάρτακου- μεταξύ των πιο συντηρητικών στρωμάτων της κοινωνίας, καθώς και των πιο δογματικών-θρησκόληπτων. Η εξάρτηση από τα στοιχεία της φύσης, αλλά και από το πορτοφόλι των εισοδηματικά ανώτερων αγοραστών των αγροτικών προϊόντων εξηγούν εν πολλοίς αυτή την τάση.

Η Κοινή Αγροτική Πολιτική, η λεγόμενη ΚΑΠ, φρόντισε τις προηγούμενες δεκαετίες να συντηρήσει την τάση αυτή. Αφ΄ενός γιατί μεταπολεμικά η Ευρώπη και οι βιομηχανίες της χρειαζόταν περισσότερες πρώτες ύλες, αφ’ ετέρου γιατί οι καλοπληρωμένοι αγρότες δεν θα στήριζαν ποτέ αντιλήψεις και πολιτικές που ενδεχομένως να απειλούσαν αυτό το ιδιότυπο «κοινοτικό κεκτημένο».

Αδρές επιδοτήσεις χρηματοδοτούσαν την αύξηση της παραγωγής. Το σύνθημα ήταν «όσο περισσότερο παράγεται, τόσο περισσότερα θα εισπράξετε». Κι εκεί άρχισε η στρέβλωση. Η ευρωπαϊκή γεωργία έγινε πιο εκτατική, πιο εντατική και πιο χημική.

Το αποτέλεσμα ήταν πέρα από συνεχή διατροφικά σκάνδαλα τα τελευταία χρόνια (τρελές αγελάδες, κοτόπουλα με διοξίνες, κοτόπουλα με γρίπη, οπωροκηπευτικά με φυτοφάρμακα), η υποβάθμιση του περιβάλλοντος (εξάντληση υδατικών και εδαφικών πόρων) και η γιγάντωση αγροτοβιομηχανιών κυρίως στις βορειοδυτικές χώρες της ΕΕ. Δεν είναι τυχαίο ότι στη Βρετανία τις περισσότερες ευρωπαϊκές επιδοτήσεις για αγροτικές δραστηριότητες εισπράττει η ...βασιλική οικογένεια, καθότι διαχειρίζεται εκατομμύρια στρεμμάτων.

Στην Ελλάδα, χαρακτηριστικός είναι ο πυρετός του «λευκού χρυσού», όπως αποκαλούνταν το βαμβάκι τη δεκαετία του ’80 ή του ελαιολάδου και της σταφίδας. Στους κάμπους οι αγρότες ξέχασαν τα σιτάρια, τον ηλίανθο, ακόμη και τα πρόβατα που είχαν και στράφηκαν μαζικά στη βαμβακοκαλλιέργεια. Τελικά εξαρτήθηκαν μόνο από αυτή και έφτασαν πλέον να χρειάζονται να σκάψουν 400 μέτρα πλέον για να βρουν νερό για τα χωράφια τους.

Στο ελαιόλαδο, εν απουσία ελαιοκομικού μητρώου (για το οποίο απορροφήθηκαν εκατομμύρια ευρώ, αλλά ακόμη δεν είναι έτοιμο, όπως και το κτηματολόγιο) εισέπρατταν επιδοτήσεις ακόμη και ...νεκροί, αλλά και τοπικοί παράγοντες χωρίς μία ριζά ελιάς στην ιδιοκτησία τους, «πανωγράφοντας» την εγχώρια παραγωγή σε τριπλάσια από τα πραγματικά επίπεδα.

Στη σταφίδα, μία από τα ίδια. Συνεχείς υπερβάσεις των ανώτατων ορίων παραγωγής και καλλιέργειας με αποτέλεσμα απανωτές καμπάνες από την Κομισιόν.

Μόνο για την περίοδο μετά το 1999 ο κρατικός προϋπολογισμός επιβαρύνθηκε με περισσότερα από 700 εκατ. ευρώ για κακή διαχείριση και έλεγχο τον επιδοτήσεων, αφού ασφαλώς καμία κυβέρνηση δεν ζήτησε πίσω ποτέ χρήματα που «κατά λάθος» απέδωσε σε μη δικαιούχους.

Το πιο τραγικό βέβαια είναι ότι τα λεφτά που εισέρρευσαν στην ελληνική γεωργία, ποτέ δεν κεφαλαιοποιήθηκαν ουσιαστικά για τη δημιουργία υποδομών, ούτε σε επίπεδο αγροτών (με ελάχιστες εξαιρέσεις), ούτε φυσικά σε συνεταιριστικό επίπεδο (εκεί οι εξαιρέσεις περιορίζονται ίσως και στα δάχτυλα ενός χεριού). Οι αγρότες επιδόθηκαν σε μία επιδειξιομανία σπατάλης επί δύο σχεδόν δεκαετίες κι οι συνεταιρισμοί αποτέλεσαν μηχανές αυτόματων αναλήψεων (ΑΤΜ) ρευστών και πολιτικών διαβατηρίων για πολλούς από τους εκάστοτε διοικούντες (συχνά υψηλόβαθμα κομματικά στελέχη της περιφέρειας). Και όλοι μαζί αυτοί, με τις καθησυχαστικές δηλώσεις των κυβερνούντων, ήλπιζαν στη διαιώνιση της κατάστασης.

Το άλλοθι και τα λάθη

Η πορεία θυμίζει πολύ την άνοδο και την πτώση του Χρηματιστηρίου το 1999. Μόνο που κράτησε περισσότερα χρόνια, όπως περισσότερο θα διαρκέσουν και οι επιπτώσεις της. Κι ασφαλώς κερδισμένοι θα είναι και πάλι οι λίγοι. Οι πολύ λίγοι.

Όπως συνέβη και στη Σοφοκλέους, όπου κανένας δεν είδε ή δεν ήθελε να δει τα σημάδια της επικείμενης διόρθωσης, έτσι και στην ελληνική γεωργία το σοκ ήρθε λίγο απότομα. Οι αναπτυγμένες χώρες στα βορειοδυτικά, ακόμη (ή και ειδικά) με προσχηματικά σοσιαλίζουσες κυβερνήσεις κινήθηκαν ταχύτερα προς την φιλελευθεροποίηση των οικονομίων τους. Το κράτος είχε αρχίσει να αποχωρεί από τις επιχειρήσεις κοινής ωφελείας (τις δικές μας ΔΕΚΟ), την κοινωνική ασφάλιση και γενικά το κράτος πρόνοιας από πιο παλιά. Η γεωργία, όμως, είχε παραμείνει στην στοργική αγκαλιά της ΕΕ. Μόνο που οι ίδιες αυτές χώρες την χρηματοδοτούσαν και κάπως έπρεπε να απεμπλακούν από το να χρυσοπληρώνουν τους Έλληνες αγρότες για προϊόντα, όπως το βαμβάκι ή σταφίδα, που ασφαλώς μπορούν να προμηθευτούν ως και 5 φορές φθηνότερα από τις αναπτυσσόμενες χώρες.

Οι αναπτυσσόμενες χώρες με τη σειρά τους, στο πλαίσιο του Παγκόσμιου Οργανισμού Εμπορίου, προσπάθησαν να ευνοηθούν από την εξέλιξη αυτή. Έτσι, αντιπρότειναν για την διευκόλυνση εισόδου ευρωπαϊκών (και αμερικανικών) εταιρειών σε τομείς όπως οι τηλεπικοινωνίες, τα τραπεζικά και οι υπηρεσίες στις ανερχόμενες αγορές τους, να καταργηθούν οι αγροτικές επιδοτήσεις και οι δασμοί στα αγροτικά προϊόντα. Ασφαλώς κανείς πλέον δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι το αγροτικό λόμπι (αν υφίσταται) θα μπορούσε πραγματικά να αντιταχθεί στην ισχύ του τραπεζικού ή των πολυεθνικών στις τηλεπικοινωνίες.

Τα διατροφικά σκάνδαλα ήρθαν να συμπληρώσουν αυτό το παζλ και ασθένεις γνωστές από χρόνια σε όσους ασχολούνται με τον γεωργοκτηνοτροφικό τομέα, όπως η Σπογγώδης Εγκεφαλοπάθεια (που ήδη ξεχάστηκε) ή η γρίπη των πτηνών ενδύθηκαν έναν τρομολαγνικό μανδύα πανδημίας, με εικόνες από τη Μαύρη Πανούκλα ή την Ισπανική Γρίπη που θέρισαν την Ευρώπη προηγούμενους αιώνες.

Η ΕΕ απέκτησε το άλλοθι της ποιότητας των αγροτικών προϊόντων και της μείωσης της παραγωγής τους. Για να το επιτύχει αυτό θα μειώνει σταδιακά τις επιδοτήσεις. Αν δεν υπήρχε και η Γαλλία η μείωση θα είχει γίνει ήδη πραγματικότητα. Δεν είναι διόλου τυχαία η σθεναρή αντίδραση ορισμένων χωρών (μεταξύ αυτών και της Γαλλίας) στην είσοδο της Τουρκίας στην ΕΕ, που θα διπλασιάσει τον αριθμό των (εν δυνάμει) επιδοτούμενων αγροτών της Ευρώπης.

Όπως δεν είναι τυχαίο ότι οι μεγάλες αλλαγές στην ΚΑΠ ξεκίνησαν, το 2003, από τα λεγόμενα μεσογειακά προϊόντα (βαμβάκι, ελαιόλαδο, καπνός). Τα προϊόντα αυτά δεν παράγοντα στα βορειοδυτικά της ΕΕ (όπου η αγροτική παραγωγή στηρίζεται κυρίως στην κτηνοτροφία) και απασχολούν χιλιάδες αγρότες. Η συνταγή απλή αποσυνδέονται οι επιδοτήσεις από την παραγωγή. Ο στόχος πολλαπλός, οδηγούνται ουσιαστικά στην πρόωρη σύνταξη οι μικρομεσαίοι αγρότες, αφού θα εισπράττουν επίδομα αγροτικού επαγγέλματος χωρίς καν να παράγουν, ο κοινοτικός προϋπολογισμός θα «ξαλαφρώνει», οι αναπτυσσόμενες χώρες θα «γλυκαίνονται» με την μείωση των αγροτικών επιδοτήσεων και της παραγωγής, που θα τους επιτρέπει να εξάγουν περισσότερα προϊόντα στην ΕΕ κι όλοι θα είναι ευχαριστημένοι.

Το φάντασμα της αβεβαιότητας



Όλοι; Όχι όλοι. Στην Ελλάδα των 640.000 οικογενειών που έχουν ως βασικό (αν όχι αποκλειστικό) εισόδημα από τη γεωργία, των 850.000 δικαιούχων επιδοτήσεων της ΚΑΠ (σε αυτούς θα προστεθούν κι άλλοι όταν μεταρρυθμιστούν οι Κοινές Οργανώσεις Αγοράς του κρασιού και των οπωροκηπευτικών), οι αλλαγές στην ΚΑΠ έρχονται σαν θεραπεία με ηλεκτροσόκ.

Η απουσία στοιχειώδους προετοιμασίας και ενημέρωσης των αγροτών για τις αλλαγές, η παντελής έλλειψη μακροπρόθεσμης αγροτικής πολιτικής από πλευράς πολιτείας (και των αγροτοσυνδικαλιστικών οργανώσεων) και το φάσμα της μείωσης των επιδοτήσεων κατά πολύ περισσότερο μετά το 2013, τρέφει το φάντασμα της αβεβαιότητας στην ελληνική ύπαιθρο.

Οι πολλοί αρχίζουν να συνειδητοποιούν ότι «η Ευρώπη δεν χρειάζεται πλέον τόσους αγρότες» (στην Ελλάδα αποτελούν το 13% του ενεργού εργατικού πληθυσμού, έναντι του 4-5% των βορειοευρωπαίων) και ότι θα πρέπει να μάθουν να ζουν με λιγότερα. Ε, αυτά τα λιγότερα δεν φτάνουν για τους περισσότερους. Με δεδομένο ότι ένα μεγαλό μέρος της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής βαδίζει με σιγουριά πλέον προς την επανεθνικοποίηση (δηλαδή οι εθνικοί προϋπολογισμοί θα αναλάβουν το κόστος εφαρμογής της αγροτικής πολιτικής), οι ισχνές δημοσιονομικές δυνατότητες της ελληνικής οικονομίας, δημιουργούν αβέβαιο μέλλον για την μετά το 2013 εποχή, στην πλειοψηφία των Ελλήνων αγροτών.

Αυτοί που θέλουν να παραμείνουν αγρότες είναι και αυτοί που εμφανίζονται πιο πρόθυμοι να κατέβουν πλέον στον δρόμο. Αναζητώντας κατεύθυνση. Στήριξη και υποστήριξη. Σε πολλές περιπτώσεις είναι και ακομμάτιστοι. Ανεξάρτητοι πυρήνες όχι φωνών διαμαρτυρίας, αλλά κραυγών αγωνίας για το αύριο. Σε αυτούς «ποντάρουν» και οι κομματικοί μηχανισμοί. Οι «γαλαζοπράσινοι» εν μέσω και μακράς προεκλογικής περιόδου, οι κόκκινοι στη λογική της γνωστής «πλατφόρμας».

Αν οι φωνές τους πνιχτούν και αυτή τη φορά σε μεγαλόστομες εξαγγελίες μικροκομματικών σκοπιμοτήτων, τότε θα συσσωρεύονται για μία επταετία ακόμη, οπότε και θα έχει αρχίσει να διαμορφώνεται με νέα τάξη κολίγων. Όσων από αγρότες κατέληξαν αγρεργάτες σε μεγαλοκτηματίες-αγροτοβιομήχανους και θα προσπαθούν συμπληρώσουν εισοδήματα «πολυδραστηριότητας», όπως εισηγείται η Κομισιόν, μέσω αγροτουρισμού και παροχής υπηρεσιών (συγκομιδή, διανομή και μεταποίηση αγροτικών προϊόντων).

Κι αν η Ιστορία επαναλαμβάνεται και διδάσκει, τα «ξεθωριασμένα» πλέον Κιλελέρ και ο ξεχασμένος από την Βουλή Μαρίνος Αντύπας (δεν πέρασε ποτέ η πρόταση να ανακηρυχθεί το 2007 ως έτος μνήμης του), θα εξαργυρώσουν με άλλο νόμισμα τις επιταγές από φούσκες προσδοκιών για φυτικά βιοκαύσιμα και χρηματιστηριακά ράλι του καλαμποκιού και του σιταριού, που ξεπροβάλλουν ως «εναλλακτικές αναδιάρθρωσης» της (δυτικής) γεωργίας, που χρυσώνουν το χάπι του εξοστρακισμού των αγροτών από τις φιλελεύθερες οικονομίες και δημιουργούν απλά αντικαταστάτες μεταναστών από Τρίτες Χώρες στην αναζήτηση φθηνού, ανειδίκευτου, αναλώσιμου εργατικού δυναμικού στην ευρωπαϊκή περιφέρεια.

O αγρότης χωρίς γη, είναι άνθρωπος χωρίς ελευθερία. Κι η ελευθερία δεν χαρίζεται, αλλά (κάποτε) κερδίζεται.

Σχολιάστε εδώ

για να σχολιάσετε το παραπάνω θέμα πρέπει να εισέλθετε


x

Τι θέλετε να αναζητήσετε;